Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ζαφείρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Άργος. Τραυματίστηκε στο Χαϊδάρι στις 8 Αυγούστου του 1826 και σκοτώθηκε το 1827 πολεμώντας στον Ανάλατο του Φαλήρου. 2. Αναστάσιος. Καταγόταν από τη Μονεμβασιά και ονομάστηκε Ρεχέμης… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… … Dictionary of Greek